τραχηλέα

τραχηλέα
ἡ, Μ
βλ. τραχηλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραχηλιά — η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ νεοελλ. 1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα τού πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό 2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα 3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο 4. τεμάχιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”